Dictionary of Greek. 2013.
σχισιματιά — και σκισιματιά, η, Ν [σχίσιμο, ατος] 1. σχίσιμο μικρής έκτασης 2. μικρή πληγή, αμυχή («έχεις μια σχισιματιά στο πόδι σου») … Dictionary of Greek